- ευθυμογραφώ
- (ε) αμετ. быть юмористом, писать юмористические произведения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυμογραφώ — [ευθυμογράφος] γράφω ευθυμογραφήματα … Dictionary of Greek
ευθυμογραφώ — γράφω ευθυμογραφήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθυμογράφημα — το [ευθυμογραφώ] 1. εύθυμο, ευτράπελο ανάγνωσμα, ιδιαίτερα σε περιοδικό 2. ανόητο δημοσίευμα για σοβαρό θέμα … Dictionary of Greek